Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Διηγήματα " Περι- Διαβαίνοντας " του Κώστα Βασιλάκου

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

...Το πρωινό που έσταξε αίμα από το στόμα, μετά από έναν επίμονο βήχα, έμελε να τον βουτήξει στην κολυμπήθρα της μετάνοιας και της συγνώμης γι' αυτούς που αδίκησε. Δεν ήξερε πια αν ο χρόνος που του υπολείπεται είναι αρκετός να ξανακερδίσει τη χαμένη του ζωή. 

Τα ρολόγια δε γυρίζουν πίσω τις ημέρες που έφυγαν, μόνο στέκονται σε περασμένα ημερολόγια όταν σκουριάζουν. 
Αριστοτέλους και Χαλκοκονδύλη, μια μεγάλη κρίση με βήχα και αιμοπτύσεις τον γονάτισε και, εξαντλημένος όπως ήταν, έχασε τις αισθήσεις του. 

Θυμάται για κάποια λεπτά να αιωρείται μ' ένα λευκό σύννεφο πάνω από το ακίνητο σώμα, που το προσπερνούσαν αδιάφορα πεζοί και αυτοκίνητα. Μόνο κάποια αδέσποτα τον μύρισαν, αλύχτησαν κι απομακρύνθηκαν...


Ο Πρόλογος από τον ποιητή Δημήτρη Νικηφόρου



ΔΙΑΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΤΟ «ΠΕΡΙ-ΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ

«Οι ψυχές μας θράφηκαν με συναισθήματα για να αντέξουν στην ξέρα των “πολιτισμένων” καιρών» Με αυτόν τον επιγραμματικό στίχο ολοκληρώνεται το πρώτο κεφάλαιο της αυτοβιογραφικής αναδρομής του Κώστα Βασιλάκου που ανατρέχει στα παιδικά χρόνια της αθωότητας κατά το πανηγύρι τ’ Αη Γιαννιού εκεί στα μέσα του 1960. Κάθε βιβλίο διακονεί και διακονείται από την ψυχή του δημιουργού του.

Όσο βαθύτερα χαραγμένη η ψυχή τόσο βαθύτερα σκάβει η πένα του συγγραφέα. Ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, τόσο ειλικρινέστερο και το έργο του συγγραφέα, ανεξάρτητα από την ποιοτική του αξιολόγηση εκ μέρους της κριτικής,ειδικών και μη.

Δεν έχουν το ίδιο βάθος οι ψυχές, ούτε χαράσσονται με τον ίδιο τρόπο, ούτε το «μελάνι» τους αποτυπώνεται πανομοιότυπα στο χαρτί. Ευτυχώς, θα λέγαμε, για την λογοτεχνία και την ίδια την ζωή. Όποιος, πάντως, ταξιδέψει μέσα στο ταξίδι αυτής της αφήγησης, θα πραγματοποιήσει διπλό περίπλου.

Έναν γύρω από τους πόλους της ψυχής του πλοηγού του και μαζί άλλον ένα στην συλλογική «ψυχή», στην συνείδηση μιας γενιάς που πίστεψε, αγωνίστηκε, πρόδωσε και προδόθηκε. Και αν ακούγονται αυτά βαρύγδουπα και τετριμμένα, είναι γιατί έτσι μόνον αποδίδεται η πικρή ειρωνεία της απογοήτευσης. Θύτες και θύματα σε μια δυσδιάκριτη μάζα εναλλασσόμενων ρόλων, προδίδοντας εαυτούς και αλλήλους, μετατοπίζοντας αέναα το άγος μπροστά. Ιδού η ιστορική μικρογραφία των κυλιόμενων γενεών.

Ο συγγραφέας μας καταθέτει εδώ «κομματιαστά» μια-μια τις φλούδες μιας ψυχής θρεμμένης με συναισθήματα και μνήμες. Αρχής γενομένης από την «ψίχα» της ως το σκληρότερο «λέπυρον» που την προστατεύει. Γιατί μπορεί η ενθύμηση να εγκατοικεί στο νου αλλά η αειθαλής ψυχή την διατηρεί
τρυφερή και αμάραντη.

Της ψυχής το φιλοπαίγμον δαιμόνιο ξαγρυπνά την μνήμη στο νου απομακρύνοντας τον επιθανάτιο λήθαργο. Μέσα από βιωματικά, αυτοβιογραφικά στοιχεία, εμπειρίες δικών του ή κοντινών ανθρώπων, έντονα χαραγμένα ως να γίνουν δικά του βιώματα, διαγράφεται στην πορεία της η εικόνα της μετακατοχικής, μετεμφυλιακής Ελλάδας μέχρι τις αποφράδες ημέρες των καιρών μας.

Έξι αφηγηματικές ιστορίες αποτελούν τα κεφάλαια του βιβλίου, διακριτές σε χρόνο και τόπο, που διαγράφουν όμως ένα χωροχρονικό συνεχές. Οι ήρωες, μαζί με τον αφηγητή, συμπυκνώνονται ουσιαστικά στο ίδιο πρόσωπο που αναδεικνύει μια ιστορία, μια πορεία στον χρόνο. Είναι αυτή του, όπως συνήθως και δολίως αποκαλείται, ''μέσου ανθρώπου'', του ''μέσου'' Έλληνα εν προκειμένω της μεταπολεμικής γενιάς.

Επειδή όμως η έννοια του ''μέσου ανθρώπου'', του ''μέσου πολίτη'', δεν είναι άλλο από μια κατασκευή, ένας υποβολιμαίος μύθος από τις εξουσίες που αρέσκονται να διαχειρίζονται μέσους όρους αντί προσώπων, είναι ορθό να επισημανθεί ότι οι ήρωες εδώ δεν είναι ο ''μέσος'' αλλά ο ανά τους αιώνες πάσχων άνθρωπος. 

Ο απλός εξου και τραγικός άνθρωπος ως υποκείμενο και αντικείμενο της προσωπικής αλλά και συλλογικής ιστορίας, απέναντι σε μια ζωή φύσει αλλά και θέσει εχθρική - λόγω της αδυναμίας του σε σχέση με τις πάσης φύσεως εξουσίες. 

Κατά την προσωπική μου άποψη και με την ''εμμονή'' μου στο αδιαχώριστο του λόγου, το έργο αυτό του Βασιλάκου δεν κατατάσσεται σε κάποιο από τα γνωστά λογοτεχνικά είδη της πεζογραφίας.

 Η ροή του κειμένου ''στακάτη'' πάνω σε γερούς αρμούς που εξασφαλίζουν διαρκώς την ενότητα. Από τη λιτή και γι' αυτό έξοχη ''παπαδιαμαντική'' ηθογραφία στα τρία πρώτα κεφάλαια-διηγήματα, περνά με ένα ανεπαίσθητο άλμα στην ''αναζήτηση'' των χρόνων της πρώιμης νεότητας, με μια ακόμη εντονότερα αυτοβιογραφική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. 

Τα χαμένα χρόνια της στρατιωτικής θητείας στην εποχή του ζόφου των ''κοινωνικών φρονημάτων'' και των διώξεων, οι σπουδές μέσα σε προσωπικές στερήσεις και η μετέπειτα ''βουτιά'' από τη βάρκα στο πέλαγος της αγοράς εργασίας. Κολύμπα ή βούλιαξε, αυτόκαθορίσου ή εξαφανίσου μέσα σε αναγκαστικούς ετεροκαθορισμούς. 
Το παιχνίδι σοβαρεύει απότομα και αρχίζει και δυσκολεύει το χαμόγελο της χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις ανεμελιάς.

Στο πέμπτο σκαλί της ανάβασης, στον ''αφιλόξενο ουρανό'', ο αφηγητής επιστρέφει στο τρίτο πρόσωπο για να πει την ιστορία ενός άλλου, ενός τυχαίου προσώπου που θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο ίδιος, γιατί όχι; Αυτό το τελευταίο είναι που κάνει ξεχωριστή την προσωπική ιστορία κάποιου που χάνεται, αποπροσωποποιείται μέσα σε χιλιάδες παραπλήσιες ιστορίες.
 Έτσι λοιπόν, σαν την κόλαση του άλλου που έγινε δική του, διηγείται αυτή την ιστορία ο αφηγητής μιλώντας ως μάρτυρας κι ας μην μπορεί κανείς άλλος να μαρτυρήσει γι' αυτόν σύμφωνα με τον Paul Celan, όπως γράφει στη γλώσσα των Γερμανών, αυτός, ένας Εβραίος: «Niemand zeugt fur den Zeugen». Στίχοι που συνήθως αποδίδονται σαν Κανένας δεν μαρτυρεί για τον Μάρτυρα.

Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει στη θέση του, να τον υποκαταστήσει. Εκτός και αν γίνει ο άλλος μιλώντας έτσι με το στόμα του, όπως ακριβώς συνέβη εδώ...

Στο τελευταίο και μεγαλύτερο κεφάλαιο του έργου, με τον τίτλο ''Ενός Αιώνα δρόμοι'', το ''έργο'' κάνει ένα flashback στα μέσα του περασμένου αιώνα, πιάνοντας μιαν ιστορία απ' την αρχή. Είναι ένα άλλο διήγημα που χτίζεται με αφορμή την ενθύμηση ενός γενεαλογικού δέντρου. Στην ουσία όμως είναι η αναψηλάφηση της ίδιας ιστορίας ιδωμένης από ένα άλλο κομμάτι γυαλιού στο βιωματικό καλειδοσκόπιο του αφηγητή. 

Με το ίδιο φως πάνω στα γεγονότα, ο σωλήνας περιστρέφεται κινώντας τα κομμάτια της μνήμης και έτσι δημιουργούνται διαφορετικοί σχηματισμοί στην αυτή εικόνα. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, Ο Γιάννης, ένας ήρωας των αντιφάσεων.

Ο Γιάννης, διαχωρίζοντας τον εαυτό του και τα συναισθήματα του από τη θέση του ως λειτουργού της ''δικαιοσύνης'', όπως φυσικά κάθε έντιμος εκπρόσωπός της οφείλει να κάνει, καρατομήθηκε αμετάκλητα ως πρόσωπο. Μη δυνάμενος να υπερβεί τον όρκο πίστης του σε ό,τι πείσθηκε να θεωρεί καθήκον απαράβατο, γκρεμίστηκε υπό το βάρος της απόφασής του.

 Θυμίζει κλασικό ήρωα αρχαίας τραγωδίας που η τραγικότητά του συνίσταται στην υποταγή ψυχής και συνείδησης σε ένα ''καθήκον'', στο οποίο η προσήλωση ακυρώνει την συνείδηση του έναντι μιας υποχρέωσης. Δεν απαιτεί ανθρωπιά ή δίκαιη κρίση παρά υπακοή άνευ όρων σε όρκους που εμπεριέχουν ανοσιότητα.

Η γεύση που μου άφησε η περιήγησή μου στο βιβλίο του Κώστα Βασιλάκου είναι η ίδια γλυκόπικρη γεύση του πενηντάχρονου ταξιδιού μου στην ''όμορφη και παράξενη πατρίδα'' μας. Μια γεύση ανάμικτη, κράμα όλων των αποχρώσεων μιας ζωής, μιας πορείας αμφίδρομης γεμάτης από εναλλασσόμενες καθόδους και ανόδους, δηλαδή το αληθινό, το γνήσιο άρωμα της ζωής χωρίς προσμίξεις και νοθεύσεις. Αυτό πιστεύω ότι θα αφήσει στους τυχερούς αναγνώστες του.

                                                                                                                    Δημήτρης Νικηφόρου

Απόσπασμα από το Διήγημα
" Ενός αιώνα δρόμοι "


Όταν έφτασαν στην Τράπεζα αποκαμωμένοι, η νύχτα τούς τύλιξε, να ξαποστάσουν και να χορτάσουν προσμονή μέχρι να ξημερώσει. Ο κόσμος πολύς, απ’ όλες τις περιοχές, οι πιο πολλοί άγνωστοι μεταξύ τους με κοινές αγωνίες και προβλήματα.
Αποφάσισαν να συγκροτήσουν μια πρόχειρη Επιτροπή για να συγκεντρώσει τα αιτήματα που θα κοινοποιούσαν στην Τράπεζα και στο Υπουργείο Γεωργίας και να συντονίσει τον αγώνα. Κάθε χωριό ψήφισε το δικό του εκπρόσωπο, και η επιτροπή που σχηματίστηκε αποσύρθηκε στο πέτρινο καλντερίμι της αγοράς να συνεδριάσει. 

Μετά από πολλή ώρα και δυνατές φωνές που έφταναν στο πλήθος των συγκεντρωμένων άλλοτε σαν διαφωνία και άλλοτε σαν επιδοκιμασία, κατέληξαν ομόφωνα στα αιτήματα. Η επιτροπή ζήτησε από τους κατοίκους να κάνουν έναν κύκλο γύρω της, χωρίς επιδοκιμασίες ή αποδοκιμασίες.

- Αγαπητοί ξωμάχοι, πήρε το λόγο ο υπεύθυνος που ορίστηκε από τους άλλους εκπροσώπους, τα αιτήματά μας δεν είναι πολλά, μα είναι ουσιαστικά. Έτσι θα μας καταλάβουν, με λίγα λόγια και σταράτα. Δε θα τα πούμε όμορφα, με περίσσιες φιοριτούρες, γιατί εμείς δεν κατέχουμε τα γράμματα, τις τελείες και τις περισπωμένες.

[… εμείς τα λόγια τα γράφουμε με το αίμα
της θημωνιάς…
… με το λιβάνι της απουσίας αγαπημένων
μας
που χάθηκαν στα οργώματα της
αγωνίας…]
πετάχτηκε και τον συμπλήρωσε ο Κωσταντής.

- Ακούστε, λοιπόν, τι θα τους πούμε, συνέχισε ο υπεύθυνος. Να ανασταλούν όλοι οι πλειστηριασμοί για πέντε χρόνια, ώστε να μπορέσουμε να αποπληρώσουμε, αν πάνε καλά μια - δυο σοδιές. Αυτά τα χρόνια να σταματήσουν τα πανωτόκια που έγιναν πιο πολλά από τα κεφάλαια.

 Με χαμηλό τόκο να συνεχίσουν να μας δανείζουν, για να αγοράσουμε λιπάσματα και σπόρους για την παραγωγή, μα και για να ζήσουμε. Ό,τι έχουν κατασχέσει να επιστραφεί αμέσως στους κατόχους. Το Υπουργείο να ορίσει κατώτερη τιμή πώλησης των προϊόντων μας, ώστε να μην είμαστε κάθε χρονιά έρμαια στις ορέξεις των κερδοσκόπων.
Όλοι επιδοκίμασαν τις αποφάσεις με μια φωνή τόσο δυνατή, σα ν’ άνοιξε ένα ηφαίστειο που κοιμόταν στα έγκατα της γης και ξεπήδησε η λάβα. Τούς ευχαρίστησε όλους με τραχιά φωνή, σκαλισμένη από την υγρασία της ποταμιάς. Συμβούλεψε να ξεκουραστούν τη νύχτα, για να ‘χουν το πρωί εξώστη στο νου και σκέπαστρο στην καρδιά.

Διηγήματα " Περι- Διαβαίνοντας "
Κώστας Βασιλάκος / Εκδόσεις Αγγελάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου