Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

΄΄Η Εξομολόγηση΄΄ του Σπύρου Πετρουλάκη



Η ιστορία τής ιστορίας

Η γιαγιά της μάνας μου, η κυρά-Λένη όπως τη φώναζε ο παππούς μου και κατόπιν όλοι, ήταν ένας πολύ δυναμικός άνθρωπος. Τη σέβονταν στον Πειραιά όπου πέρασε τα μετεφηβικά της χρόνια και κατόπιν στο χωριό που μετακόμισε, το Χαϊδάρι.
 «Δέκα με δεκαπέντε σπιτάκια είχε το Χαϊδάρι τότε, κι όλα μαζεμένα κοντά κοντά εκεί στο ρέμα, στο Παλατάκι. Χτισμένα μέσα στα Πεύκα στη σκιά του προφήτη Ηλία. 

Ούτε ηλεκτρικό είχαμε, ούτε δρόμους, τίποτα. Όμως και τίποτα δεν μας έλειπε».

Έτσι ήταν η κυρά-Λένη. Έκανε το σταυρό της και έλεγε Δόξα τω Θεώ, ακόμα και κάτι κακό να συνέβαινε. Στα μάτια μου, όταν ήμουν παιδί, η γιαγιά μου φάνταζε σαν κάτι πολύ μεγάλο. Ένα μέγεθος σπουδαίο, τεράστιο.

 Που να ήξερα ότι τότε μπορούσα να βλέπω τις ψυχές των ανθρώπων όπως όλα τα παιδιά κι όχι την ύλη; Μου άρεσε να την ακούω, όπως της άρεσε κι εκείνης να λέει ιστορίες. Ιστορίες και τραγούδια. Αμανέδες από την Πόλη και ρεμπέτικα του Μπαγιαντέρα που αγαπούσε τόσο.

Είχε ωραία φωνή η κυρά-Λένη και δυνατή. Όλο το Χαιδάρι την άκουγε όταν έβγαινε στην αυλή και φώναζε: «Σπύροοοο, θα σε σκοτώσω κακομοίρη μου» κι εγώ την άκουγα από την πέρα γειτονιά και μαζευόμουν στο σπίτι σαν τη βρεγμένη γάτα.
 Πάντα μου τη χάριζε, πάντα τη γλύτωνα με κάποιον μαγικό τρόπο. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η επιστροφή στο σπίτι είχε και τα τυχερά της. Όλο και κάποιο ρυζόγαλο μου ξετρύπωνε ή ακόμα καλύτερα κανένα κομμάτι μπακλαβά. Στη χειρότερη, γλυκό νεραντζάκι από τη νεραντζιά της αυλής. 

Τα απογεύματα ήταν η καλύτερη μου, αφού περιμένοντας τον παππού να γυρίσει από το καφενείο καθόταν στο καρεκλάκι της και άρχιζε τις ιστορίες. Τότε θα ήταν η πρώτη φορά που παρακαλούσα το χρόνο να μην περάσει.

Το δεύτερο μυθιστόρημα μου, «Η Εξομολόγηση», βασίζεται σε ένα κομμάτι της δικής της ζωής και σε γεγονότα που εκείνη μου εξιστόρησε. Ακόμα με συνταράζει η θύμηση για το πώς «έφυγαν» οι γονείς της, για το πώς έζησε μακριά από τον αδελφό της και το δράμα που πέρασε στα χέρια της μητριάς της. Ακόμα με συγκλονίζει η δυστυχία που βίωσε σαν μικρό κορίτσι, δώδεκα μόλις χρονών, αφού αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από το σπίτι και τον τόπο της. Η Εξομολόγηση βασισμένη σε πραγματικά και φανταστικά γεγονότα αποτελεί για μένα ένα φόρο τιμής στη γυναίκα εκείνη που με μεγάλωσε και με δίδαξε.

Η Ελένη της ιστορίας μου, είναι το κορίτσι, η γυναίκα, η μάνα και η γιαγιά με τα πολλά εγγόνια και τα ακόμα περισσότερα δισέγγονα. Η δική μου γιαγιά. Εκείνη με ενέπνευσε και γράφοντας τα κομμάτια της ιστορία της σαν να την ένιωθα να με καθοδηγεί, άλλοτε να με συμβουλεύει κι άλλοτε να με μαλώνει. Πότε πιπέρι, πότε κανέλα. Πήρα τις κουβέντες της και τις ταίριαξα στο χαρτί. Εκείνο που προσπάθησα περισσότερο να μεταφέρω ήταν το συναίσθημα της, ο πόνος στα μελιά της μάτια. Θαρρώ πως αν κοιτάξω το βιβλίο μου από την αρχή, εκεί σε κάποιο μέρος, χωμένα μέσα στις σελίδες κάπου θα υπάρχουν οι ρυτίδες της, οι ζάρες του χρόνου, η προσφυγιά, τα αναπάντητα γιατί της, και σίγουρα το φωτεινό της χαμόγελο. Εκείνο που φώτιζε όλους μας.

Πριν από πολλά χρόνια και έχοντας μετοικίσει πια στην Κρήτη, μακριά από το πατρικό μου σπίτι, μια Κυριακή πρωί, το μαντάτο του θανάτου της με βρήκε μέσα σε ένα Ρεθυμνιώτικο φαράγγι. Κι εκεί πάνω στον άγριο και σκληρό βράχο έσταξαν τα πρώτα μου δάκρυα για το χαμό της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου