Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

΄΄Η εφημερίδα ‘Κόκινος Καπνας΄΄ και ο ελληνισμός του Καυκάσου (1932-1937)»

Μια μελέτη του Βλάση Αγτζίδη για την εφημερίδα που εκδιδόταν στο σοβιετικό Καύκασο κατά το Μεσοπόλεμο.


Το βιβλίο βασίζεται στη διδακτορική διατριβή, η οποία υπάρχει στη βάση πληροφοριών του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και τη Δευτέρα 22 Ιουνίου του 2015 παρουσιάζεται στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης


Είναι ένα από τα λίγα τεκμήρια που διασώθηκαν ενός μοναδικού ιστορικού πειράματος. 

 Σχετίζεται με τη διαμόρφωση του σημαντικού σοβιετικού ελληνισμού, πλήρως αυτονομημένου από την Ελλάδα και σε σύγκρουση με το ιδεολόγημα της «μητέρας-πατρίδας». 


 Ενός ελληνισμού που συγκροτήθηκε τότε σ’ ένα ιδιαίτερο ελληνικό κέντρο, απέκτησε εσωτερική ζωή και ενδιαφέρουσες δομές, υπήρξε το καταφύγιο και το αποκούμπι των κυνηγημένων αριστερών από την «αστική Ελλάδα», συνομίλησε ισότιμα με το σοβιετικό περιβάλλον, υλοποίησε τις πλέονπροχωρημένες ιδέες του ελληνικού δημοτικισμού (που σήμερα μας παραξενεύουν αρκετά).


Ο Κόκκινος Καπνάς (Κόκινος Καπνας) ήταν ένα επίσημο σοβιετικό ελληνικό έντυπο του μεσοπολέμου. Εξέφρασε τη συνάντηση των σοβιετικών αντιλήψεων για την κοινωνία και τον πολιτισμό με τις ριζοσπαστικότερες ελληνικές θέσεις. Στις σελίδες του αποτυπώνεται ένας ελληνικός καθεστωτικός κομμουνιστικός λόγος.


 Οι νέοι κώδικες που εισήχθησαν στη σοβιετική κοινωνία είναι παρόντες στην εφημερίδα, δίνοντας μια μοναδική ευκαιρία αποκρυπτογράφησης των μηχανισμών ελέγχου και των μεθόδων που είχαν εφευρεθεί για να εξυπηρετήσουν την ανάγκη του βίαιου μετασχηματισμού.



(Προλετάριοι Όλου του Κόσμου Ενωθείτε)

Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας προβάλλει ένας άγνωστος ελληνικός κόσμος, ο οποίος κλήθηκε να πειθαρχήσει στις νέες απόψεις που εκφράστηκαν από τη σοβιετική εξουσία. Ακολουθώντας τους σοβιετικούς δημοσιογραφικούς κανόνες χρησιμοποιούσε τη φωνητική γραφή παραμένοντας πιστός στις δημοτικιστικές απόψεις.



Τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες για τις ελληνικές κοινότητες που δίνει η εφημερίδα έρχονται να καλύψουν το μεγάλο κενό της γνώσης μας για τον τρόπο προσαρμογής τους στο κομμουνιστικό περιβάλλον και ειδικότερα στις νέες οικονομικές δομές που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της κολεκτιβοποίησης. Κατανοούμε με σαφήνεια ότι το ελληνικό στοιχείο της Σοβιετικής Ένωσης συμμετείχε σε όλα τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου και βίωσε με τον πιο δραματικό τρόπο τις εγγενείς αδυναμίες του σοβιετικού συστήματος. 


Ανέπτυξε επί πλέον στο νέο περιβάλλον την επιτρεπτή για τη σοβιετική εξουσία προβληματική για τον πολιτισμό και διατύπωσε πολιτικά αιτήματα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός ιδιόμορφου ελληνικού σοβιετικού λόγου.

Η τελική καταστροφή του από το σταλινισμό, η εξόντωση του μεγαλύτερου μέρους της διανόησης και η αποσάρθρωση της κοινωνικής του δομής με τη μαζική μετατόπιση του ελληνικού στοιχείου του Καυκάσου στην Κεντρική Ασία, εξαφάνισαν τα περισσότερα ίχνη του σοβιετικού ελληνικού πολιτισμού του μεσοπολέμου.


Στη συνέχεια παρατίθενται οι Πρόλογοι του αείμνηστου δημοσιογράφου  Σεραφείμ Φυντανίδη και του καθηγητή Γιάγκου Ανδρεάδη:



Πρόλογος Σεραφείμ Φυντανίδη

Ερευνώντας τα ίχνη ενός χαμένου Ελληνισμού, άγνωστου στους άλλους Έλληνες, ο Βλάσης Αγτζίδης έφτασε κάποτε στη μακρινή – όχι τόσο γεωγραφικά, όσο γνωστικά – περιοχή του Καυκάσου. Και ανακάλυψε κάτι πολύ σπάνιο: Μια εφημερίδα που έβγαινε στα ελληνικά από Έλληνες, ώσπου την «πήραν μπάλα» οι σταλινικές εκκαθαρίσεις του τέλους της δεκαετίας του ’30. Αυτοί που είχαν την ευθύνη της εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν στα βάθη της Σιβηρίας και το τυπογραφείο τους ρίχθηκε στα βάθη της Μαύρης Θάλασσας.

Το έγκλημά της; Ήταν μια εθνοτική εφημερίδα. Και μολονότι οι εκδότες της ήταν γνήσιοι κομμουνιστές, θεωρηθηκαν προδότες του σοσιαλισμού και της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Βλάσης Αγτζίδης ανακάλυψε πριν από αρκετά χρόνια στο Σοχούμι το κρυμμένο αρχείο αυτής της σπάνιας εφημερίδας: Κόκινος Καπνας ο τίτλος της, δηλαδή καπνεργάτης, ο οποίος παρουσιάζει μια ορθογραφικη πρωτοτυπία. Έχει καταργήσει όλα τα φωνήεντα και τα διπλά σύμφωνα, έχει κρατήσει μόνο το «ι», το «ο» και το «ς», χρησιμοποιεί το «υ» στη θέση του «ου». Πρόκειται για μια ακραία εκδοχή του άκρατου δημοτικισμού, που πρέσβευαν τότε οι κομμουνιστές του 20γράμματου αλφάβητου.

Φυσικά, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αρθρογραφία του Κόκινυ Καπνα (Κόκκινου Καπνά) και πολλά ιστορικά συμπεράσματα μπορεί να εξαγάγει ο ερευνητής, εφόσον πρόκειται για ένα μεγάλης σημασίας πείραμα που πραγματοποιήθηκε μόνον εκεί. Γιατί, στις ελληνικές κοινότητες της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης έγινε κάτι που δε ζήσαμε στην «αστική» Ελλάδα: την απόλυτη κυριαρχία των Ελλήνων κομμουνιστών……..

Ενδιαφέρον έχει επίσης και τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάσωση της εφημερίδας, τον Αύγουστο του 1991, τις ημέρες του αποτυχημένου πραξικοπήματος των αμετανόητων γραφειοκρατών. Όπως μας πληροφόρησε ο συγγραφέας, η φωτογράφιση με μικροφίλμς των φύλλων της εφημερίδας άρχισε την ημέρα που εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μόσχα. Ο άμεσος απόηχος των εξελίξεων στον Καύκασο ήταν η αναθάρρηση των ασφαλιτών και των στρατιωτικών, πράγμα που απείλησε το εγχείρημα με ματαίωση. Όμως η αποτυχία του πραξικοπήματος σε σύντομο χρόνο λόγω της στάσης του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, επέτρεψε τη ολοκλήρωση της μικροφωτογράφισης.

Η ειρωνία -με την οποία η Ιστορία βλέπει πολλές φορές τα ανθρώπινα δρώμενα- ήταν ότι λίγα χρόνια μετά, το πρωτότυπο σώμα, το μοναδικό που υπήρχε σ’ όλο το σοβιετικό Καύκασο, καταστράφηκε. Ο φοβερός πόλεμος μεταξύ Γεωργιανών και Αμπχαζίων την περίοδο 1992-1993 δεν είχε μόνο ανθρώπινα θύματα. Δεν χάθηκαν μόνο χιλιάδες άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και διακόσιοι ομογενείς μας, αλλά καταστράφηκε και η ιστορική μνήμη της περιοχής. 

Η αυθαιρεσία των παρακρατικών ομάδων που κυριαρχούσαν στο Σοχούμι -την αρχαία ελληνική Διοσκουριάδα- κατά την περίοδο της πολιορκίας του από τις δυνάμεις των Αμπχαζίων, οδήγησε στη συνειδητή πυρπόληση του Ιστορικού Αρχείου της πόλης. Έτσι, στη μετασοβιετική εποχή ολοκληρώθηκε το έγκλημα που είχε ξεκινήσει κατά την περίοδο του σταλινισμού. Μαζί με την ανθούσα ελληνική κοινότητα, καταστράφηκε και η εφημερίδα Κόκκινος Καπνάς, αδιάψευστο τεκμήριο της μεγάλης ελληνικής αναγέννησης του μεσοπολέμου και των πρωτοποριακών πειραματισμών.

Σερ. Φυντανίδης



Πρόλογος Γιάγκου Ανδρεάδη

Και γι’ αυτούς της θυσίας ο καπνός: Το έπος και το δράμα των ελλήνων μπολσεβίκων του Πόντου.

Το βιβλίο που ακολουθεί είναι από τα κείμενα που κανείς τα διαβάζει με σπαραγμό. Όχι τυχαία ο συγγραφέας του, ο μαθηματικός και ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, έχει γράψει σε άλλο κείμενό του ότι η ιστορία του ελληνισμού της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως και η ιστορία του ελληνισμού της Κύπρου απωθείται είτε διεκπεραιώνεται με καθησυχαστικά στερεότυπα από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με τραυματικές, αιμάσσουσες μνήμες και ακόμη με γεγονότα που ακόμη και η απλή τους εξιστόρηση απαιτεί την ανατροπή των σταθερών μας και την βαθιά ανασκευή των εργαλείων της σκέψης μας, αν όχι και των συντεχνιακών ισορροπιών που προώθούνται υπό το προσωπείο της επιστημονικής αντικειμενικότητας.

Ποιά είναι η ιστορία του “Κόκκινου Καπνά” που φέρνει στο φως ο συγγραφέας; Πρόκειται για την ιστορία ενός εντύπου που εκδίδεται από έλληνες κομμουνιστές των ποντιακών περιοχών της Σοβιετικής Ένωσης σχεδόν αμέσως μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων και μέχρι τα κύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων του 1936 και του 1938 που έδωσαν τα πρώτα μαζικά πλήγματα στον ελληνισμό που ζούσε για χιλιετίες στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου. Ο Αγτζίδης εντόπισε το αρχείο της εφημερίδας, προχώρησε πρώτα στην φωτοτύπησή του και στη συνέχεια, το διέσωσε και το μετέφερε με την μορφή μικροφίλμ στην Ελλάδα.

Πράξη διπλά ευεργετική, αφού, εκτός από το υλικό που προσφέρεται πια στην ελληνική έρευνα, τα μικροφίλμ αυτά αποτελούν δυστυχώς και την μόνη μορφή στην οποία σώζονται τα ντοκουμέντα αυτά που προσφέρουν μια ακόμη σημαντική πτυχή του έπους και του δράματος των Ελλήνων του Πόντου. Και τούτο διότι, μετά το 1989, στη διάρκεια των ταραχών που σημάδεψαν τους επιθανάτιους σπασμούς του σοβιετικού καθεστώτος, το σώμα των εφημερίδων του “Κόκκινου Καπνά” έγινε παρανάλωμα του πυρός. 


Το βιβλίο λοιπόν και τα μικροφίμ, στοιχειοθετούν την πράξη μιας δραματικής επιστροφής, ενός επώδυνου νόστου, παράλληλου με την μοίρα των ελλήνων των περιοχών αυτών, οι οποίοι στα τέλη του 20ου αιώνα γνώρισαν ένα ύστατο ξεριζωμό που τους έφερε ναυαγούς στις συχνά άξενες όχθες της μητέρας πατρίδας.

Ο νόστος αυτός, επιθυμητός για άλλους Ποντίους συντοπίτες τους μοιάζει ωστόσο πως δεν ήταν καθόλου μέσα στους συνειδητούς στόχους της εκδοτικής ομάδας του“Κόκκινου Καπνά”.

 Οι άνθρωποι αυτοί που σχεδόν όλοι τους τέλειωσαν τον βίο τους στο εκτελεστικό απόσπασμα είτε στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με την κατηγορία του τροτσκιστή είτε κάποια άλλη ανάλογη συκοφαντία, αποδεικνύονται, μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας, απόλυτα πιστοί μπολσεβίκοι, φανατικοί υποστηρικτές πρώτα του Λένιν και μετά του Στάλιν, που διέταξε την εξόντωσή τους. 


Αυτό για το οποίο αγωνίζονται λοιπόν είναι να παραμείνουν στις προαιώνιες εστίες τους σαν υποδειγματικοί σοβιετικοί πολίτες, πρωτοπόροι στον αγώνα για την οικοδόμηση της σοβιετικής κοινωνίας.

Κανένα ίσως στοιχείο δεν αποτυπώνει την κυριολεκτικά απόλυτη και ενδεχομένως τυφλή πίστη των ανθρώπων αυτών στο σοβιετικό καθεστώς και στον σταλινισμό, όσο οι απόψεις που η εφημερίδα εκφράζει για τα διεθνή ζητήματα και οι επαφές που διατηρεί με άλλα έντυπα. 


Το τουρκικό καθεστώς του Κεμάλ θεωρείται, σε πλήρη αρμονία με την επίσημη σοβιετική εξωτερική πολιτική, απόλυτα φιλικό. Το ελληνικό καθεστώς είναι, από την πλευρά του, αστικοτσιφλικάδικο και μοναρχοφασιστικό και οι όποιες σχέσεις με τα επίσημα όργανα, τους θεσμούς, 




Τα σύμβολα και την ρητορική της “μητέρας πατρίδας” αντιμετωπίζονται με εχθρότητα και ειρωνεία. Ανάλογες είναι και η σχέσεις του “Καπνά” με τα έντυπα του εξωτερικού.

Συνομιλητές του είναι μόνον οι κομμουνιστικές εκδόσεις “Ριζοσπάστης” της Ελλάδας και “Εμπρός” της Αμερικής, ενώ όλος ο άλλος Τύπος δεν είναι παρά εκφραστής της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και τυρανίας. Ας μην λησμονούμε ότι η ίδια η έκδοση της εφημερίδας και γενικά η απόλυτη κυριαρχία του κομμουνιστικού Τύπου στην χώρα είναι η συνέπεια και η συνέχεια της κατάργησης από τον Λένιν κάθε μη μπολσεβίκικου εντύπου ως οργάνου των εκμεταλλευτών. Τέλος, αντίστοιχες, και απόλυτα σύμφωνες με την επίσημη κομματική γραμμή, είναι και οι αντικληρικές και αντιθρησκευτικές θέσεις που εκφράζει η εφημερίδα.

Είναι σήμερα εύκολο, όσο και αντιιστορικό, να κρίνουμε και να καταδικάσουμε τέτοιες θέσεις.

Και για μας της θυσίας ΙΙ

Με μια πρόχειρη, εξωτερική και οπωσδήποτε άδικη ματιά, οι θέσεις των υπευθύνων του «Κόκκινου Καπνά» εμφανίζονται απλώς ως κάθετη άρνηση της αναφοράς στο εθνικό κέντρο -και άρα σε ένα βαθμό της ρίζας και της ταυτότητάς τους- σαν ρήξη με την θρησκεία τους και διαστρέβλωση της γλώσσας τους. Μια τέτοια αποτίμηση ωστόσο είναι αντιιστορική.


 Η θέση των υπευθύνων του Καπνά,πέρα από την δεδομένη τους ένθερμη αποδοχή της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας, εκφράζει και μια θεμελιώδη απόφασή τους: να ζήσουν στα πανάρχαια εδάφη του ποντιακού ελληνισμού, σαν ενεργά και μάλιστα πρωτοπόρα μέλη της σοβιετικής κοινωνίας. 


Όλες σχεδόν οι άλλες θέσεις στις οποίες μόλις αναφερθήκαμε, η πλήρης εναρμόνιση με την σοβιετική εξωτερική πολιτική και άρα οι ένθερμη κατάφαση του κεμαλισμού, η αθεΐα, οι επιθέσεις κατά των κουλάκων με και χωρίς εισαγωγικά, μοιάζουν να μην είναι τίποτε άλλο παρά υποχρεωτικές συνέπειες αυτής τους της βασικής τοποθέτησης.

Τα πράγματα είναι όμως μάλλον πιο σύνθετα και η άποψη αυτή μπορεί να στηριχτεί και στο ότι πολλά από τα κείμενα που μας έρχονται από ανθρώπους που ζούσαν και έγραφαν επί σοβιετικού καθεστώτος πρέπει να διαβάζονται σαν να ήταν γραμμένα με κώδικα, καθώς οι άνθρωποι εκφραζόταν υπό την απειλή της σιδηράς πυγμής του καθεστώτος, ακόμα και αν ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του. Η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη η εφημερίδα και τα άρθρα της για την γλώσσα και τον πολιτισμό προσφέρουν πιστεύω μια κωδική μήτρα για να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό.

Τα κείμενα της εφημερίδας είναι γραμμένα με μια απλοποιημένη γραφή που αποδίδει ακουστικά την γλώσσα και ακολουθεί το μονοτονικό σύστημα που καταλήγει συχνά ατονικό. Γλώσσα είναι η δημοτική με κάποιες παραχωρήσεις τόσο στην ποντιακή διάλεκτο, όσο και στην τρέχουσα σοβιετική ορολογία διατυπωμένη σα ρωσικά. 

Το πρώτο που έχει κανείς να κατανοήσει είναι η αντικειμενική δυσκολία που έχει για να επικοινωνήσει στην κοινή δημοτική, οπωσδήποτε επηρεασμένη από τις θέσεις του μαχόμενου δημοτικισμού, ένας πληθυσμός που έχει για μητρικό γλωσσικό εργαλείο την διάλεκτο και κάποιες φορές τα τουρκικά. 


Το δεύτερο ότι από την στιγμή που η διαμάχη των Ελλήνων μπολσεβίκων του Πόντου ανάμεσα στους οπαδούς της δημοτικής και αυτούς της διαλέκτου λύνεται υπέρ των πρώτων, έχει διασφαλιστεί ένα μεγάλο κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας και το γίγνεσθαι το εθνικού κέντρου, φιλτραρισμένο έστω σε μεγάλο βαθμό μέσα από την κομμουνιστική οπτική του Ριζοσπάστη. 


Αξίζει να προσεχτεί ότι οι υπεύθυνοι τουΚόκκινου Καπνά αγωνίζονται μαχητικά και με επιτυχία για την διάδοση της εφημερίδας και δεν διστάζουν να συγκρουστούν με κομματικά όργανα όταν αυτά την υποκαθιστούν σε κάποια ελληνικά χωριά με ρωσικά ή άλλα έντυπα.



Η καθιέρωση της ελληνικής έχει φυσικά μια καίρια επίδραση και στο περιεχόμενο της παιδείας, όπως αυτό μας αποκαλύπτεται από τα εκπαιδευτικά προγράμματα που δημοσιεύονται. Τα κείμενα αναφοράς που συναντάμε περιλαμβάνουν για παράδειγμα και κείμενα του Παπαδιαμάντη, που θα περίμενε κανείς να έχει αποκλειστεί για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τη γλώσσα του, ενώ οι κεντρικές θεατρικές σκηνές ανεβάζουν ακόμη και Αντιγόνη και Οιδίποδα τύραννο. 


Αυτό που με δυο λόγια συμβαίνει είναι ότι η καθιέρωση της δημοτικής τόσο στον Καπνά όσο και στην εκπαίδευση επιτρέπει την πρόσβαση σε ένα σώμα παιδείας και πολιτισμού που σε ένα μόνο βαθμό μπορεί να διεκδικήσει ταξικό χαρακτήρα και που, έστω και αν δεν το διαδηλώνει, αποτελεί οπωσδήποτε ένα ισχυρό δεσμό των κομματιών του ποντιακού ελληνισμού μεταξύ τους αλλά και με το εθνικό κέντρο.

Με την έννοια αυτή μπορούμε να ξαναδούμε και την συκοφαντική καταγγελία περί εθνικισμού που οδήγησε στην εξόντωση των ελλήνων αυτών κομμουνιστών από τον σταλινισμό. Είναι σαφές ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έκαναν την παραμικρή διασπαστική κίνηση εις βάρος της Σοβιετικής Ένωσης στην οποία ήταν απόλυτα πιστοί. Από την άλλη όμως πλευρά, σεβόμενοι απόλυτα τα πλαίσια της σοβιετικής νομιμότητας, προσπάθησαν, με τους τρόπους και με τα μέσα που επέλεξαν και που τους ήταν επιτρεπτά, να περιφρουρήσουν και να αναπτύξουν την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα στο βαθμό που, σε αρμονία με τα γενικά μαρξιστικα- λενινιστικά πιστεύω, να προσβλέπουν στην δημιουργία μιας αυτόνομης ελληνικής περιοχής. 


Κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανώς αρκετό για να θεωρηθούν από τον Στάλιν εχθροί του σοσιαλισμού και να αντιμετωπίσουν τον θάνατο στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στα γκούλαγκ. 

Μπορεί κανείς, ξεφεύγοντας από την αυστηρότητα της επιστημονικής διαπραγμάτευσης, να αναλογιστεί πώς θα ένοιωσαν οι ατσάλινοι εκείνοι αγωνιστές μπροστά στα δικαστήρια των συντρόφων τους που τους ζητούσαν να παραδεχτούν ότι ήταν προδότες των αγώνων για τους οποίους είχαν προσφέρει τα πάντα. 

Άραγε να αρνήθηκαν με αγανάκτηση τα πάντα, να έμειναν σιωπηλοί με το κεφάλι σκυφτό ή μήπως, όπως συνέβη με τους μπολσεβίκους αρχηγούς στις δίκες της Μόσχας του 36 και του 38 να αναγκάστηκαν να παραδεχτούν συνωμοσίες και προδοσίες που ούτε καν είχαν ποτέ διανοηθεί;


Το δράμα και εποποιία των Ελλήνων του Πόντου δεν περιορίζεται βέβαια στην ομάδα του Κόκκινου Καπνά και στους συνεπείς κομμουνιστές που αποτελούν το κοινό και το σημείο θετικής αναφοράς του. Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας, μέσα από τις πολεμικές , τις καταγγελίες και τις αναφορές σε καταδίκες διαφόρων που έχουν- υποτίθεται πάντοτε δίκαια- κριθεί ένοχοι απέναντι στην σοβιετική νομιμότητα, διαφαίνεται σε ένα βαθμό και το δράμα των άλλων. Εκείνων για παράδειγμα που έχουν φτάσει στον ρωσικό Πόντο μετά τους τουρκικούς διωγμούς του 1918 και που όχι μόνο δεν συμμερίζονται το υμνολόγιο για τον Κεμάλ, αλλά διατηρούν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, πρωταρχικά της θρησκευτικής, και προσβλέπουν στον διάλογο με το εθνικό κέντρο και πολλές φορές στο νόστο.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι όχι μόνο για την ελληνική ιστοριογραφία, αλλά και για το κράτος και για την κοινή γνώμη της Ελλάδας ο Ποντιακός ελληνισμός υπήρξε μια ακόμη αγνοούμενη ήπειρος, όπως συμβαίνει επίσης, με διαφορετικό έστω τρόπο με τον ελληνισμό των Ηνωμένων πολιτειών, στον οποίο , ενώ το αγνοούμε, προστρέχουμε σε κάθε αναποδιά και επίσης με τον ελληνισμό της Κύπρου, αλλά και με άλλες περιπτώσεις. 

Ο λόγος είναι πιστεύω μια κρατιστική αντίληψη των εθνικών όπως και των κοινωνικών θεμάτων, η οποία , εννοείται, αποδυναμώνει σε καθοριστικό βαθμό το κράτος προκαλώντας μια βαθιά ζημία που βέβαια δεν μπορεί να επουλωθεί από τα τετριμμένα στερεότυπα περί απόδημων. 


Στα θεμέλια της αντίληψης αυτής βρίσκεται, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις, η αδυναμία του ελληνικού κράτους και της ελληνικής ιθύνουσας τάξης να ενσωματώσει στην σχεδίαση της πολιτικής της οτιδήποτε ξεφεύγει από τα στενά όρια της κρατικής εξουσίας και κατ’ εξοχήν την πολιτιστική παράμετρο, η οποία μπορεί και πρέπει να λειτουργεί, ακόμη ή κυρίως όταν όσοι συνεχίζουν να μετέχουν του ελληνικού πολιτισμού είναι με την θ’ελησή τους ενσωματωμένοι σε άλλες κρατικές οντότητες.

Στην περίπτωση της υποβάθμισης και της αγνόησης του δράματος των Ελλήνων του Πόντου νομίζω ότι λειτούργησε και μια άλλη διάσταση. Το δέος που δημιουργούσε επί πολλά χρόνια στους φίλους και στους εχθρούς της, αλλά και στον μέσο δημοκρατικό άνθρωπο η Σοβιετική Ένωση. Το δέος αυτό δεν είχε να κάνει μόνον με τους έλληνες κομμουνιστές, οι οποίοι, μέχρι τουλάχιστον την ρήξη ΕΣΣΔ- Κίνας και την ανάδυση του ευρωκομμουνισμού θεωρούνταν η αναμφισβήτητη πατρίδα της κομμουνιστικής επανάστασης ή όπως ειπώθηκε σε πιο θεωρητική γλώσσα το μοναδικό “κέντρο αναφοράς”. Για την μεγάλη κεντρώα και κεντροαριστερή παράταξη, που έβλεπε με δυσπιστία τις προθέσεις των Δυτικών συμμάχων απέναντι στην χώρα η ΕΣΣΔ δεν ήταν μόνο η ηρωική πρωταγωνίστρια στον νικηφόρο αγώνα κατά του Άξονα στον οποίο και η δική μας χώρα είχε τόσα προσφέρει. Ήταν επίσης ένα αντίπαλο δέος απέναντι στην αμερικανοκρατία και μια δύναμη που ενίοτε υπεράσπιζε τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα που απεμπολούσαν οι σύμμαχοι, ενώ και για την ελληνική δεξιά η “σοβιετία” ήταν η χώρα του κακού που όμως δεν στερούνταν δύναμης και ενδεχομένως γοητείας. Η ιδέα αυτή για την δύναμη και την λαμπερή ή την σκοτεινή γοητεία της πατρίδας του σοσιαλισμού δεν ήταν φυσικά μόνον ελληνικό φαινόμενο και επηρέαζε τους φίλους αλλά και τους εχθρούς του κομμουνισμού σε πλανητικο επίπεδο, ξεκινώντας από πολλούς αντιεξουσιαστές και καταλήγοντας στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες……………….

Γιάγκος Ανδρεάδης

Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας,Μέσων και Πολιτισμού,

Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου