Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης – Maurice Born Ζωές και θάνατοι ενός Κρητικού λεπρού


(Αναδημοσίευση από την ΠΑΤΡΙΣ)


Toυ Κωστή Ε. Μαυρικάκη, πολιτικού μηχανικού ΕΜΠ

Η 13η Νοέμβρη 2015 δεν ήταν μόνο μια αποφράδα μέρα για τη Γαλλία, το δυτικό κόσμο και την ανθρωπότητα, θύματα της βαρβαρότητας του ισλαμικού φανατισμού. Συμπτωματικά, λίγες ώρες πριν από τις αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, στην Πόλη του Φωτός καθώς και στις άλλες μεγάλες γαλλικές πόλεις, έκανε την εμφάνισή του στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων ένα καινούργιο βιβλίο από τις επώνυμες γαλλικές εκδόσεις «ANACHARSIS» με τον πρωτότυπο τίτλο «Vies et morts d’un Crétois lépreux».

Τίτλος συμβολικός και υπερρεαλιστικός, στον πληθυντικό αριθμό, ένα πόνημα, έργο ζωής 528 σελίδων, από τον Γαλλο - ελβετό αρχιτέκτονα και εθνολόγο Maurice Born. «Ζωές και θάνατοι ενός Κρητικού λεπρού», με αναφορά σε μια μεγάλη φυσιογνωμία που σφράγισε με τη ζωή και την πολυκύμαντη δράση του, το χανσενικό κίνημα στην Ελλάδα, τον Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη (1914-1978). Ενός ανθρώπου που από τα παιδικά του χρόνια, όντας τριτοετής φοιτητής της Νομικής Σχολής Αθήνας, στιγματισμένος από τη λέπρα, σαν να ‘ταν η αρρώστια προσωπικό του φταίξιμο, είδε το πιο σκληρό πρόσωπο της ζωής και του νόμου με τον υποχρεωτικό εγκλεισμό του για 20 χρόνια στη Σπιναλόγκα και μετέπειτα για άλλα 22 στο σανατόριο της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω. Σπάνια, σε εξαιρετικά λίγες περιπτώσεις, οι όροι «αγωνιστής» και «πνευματικός αγώνας» ενσαρκώθηκαν τόσο πιστά όσο στη ζωή του Επ. Ρεμουντάκη.


Ο συγγραφέας, γεννημένος στην πόλη Bienne της Ελβετίας, στις όχθες της ομώνυμης λίμνης κοντά στα γαλλικά σύνορα, στο καντόνι της Βέρνης με τις δύο γλώσσες, με σπουδές αρχιτεκτονικής στη Λωζάννη και το Αννόβερο, με σύντομη πανεπιστημιακή καριέρα στην αρχιτεκτονική σχολή της Λωζάννης όπου δίδασκε το (πρωτότυπο) μάθημα «Αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονα», ακόμη πολύ πριν τα χρόνια της ωριμότητάς του, ένιωσε να τον καλεί μέσα του μια αόρατη παρόρμηση του ταξιδευτή Οδυσσέα. Κάτι σαν από τη μεσογειακή δίψα του Ηροδότου για ταξίδια, που έφτανε μέχρι τις Ελβετικές Άλπεις. Η επιστήμη ήταν κάτι που πάντα τον ξεσήκωνε και μετά το τέλος των σπουδών του, αφού αποφάσισε να ξεκινήσει μια έρευνα για κάποιο μεγάλο γηροκομείο στο Παρίσι. Ώσπου, κάποιος φίλος του, δημοσιογράφος στην εφημερίδα του Ερυθρού Σταυρού στη Γενεύη, που είχε επισκεφτεί τη Σπιναλόγκα, του είπε για το φοβερό νησί της απομόνωσης των χανσενικών στην Κρήτη. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Όταν ήρθε για πρώτη φορά το 1967 για διακοπές στην Κρήτη, και επισκέφτηκε την οχυρή νησίδα, το λεπροκομείο είχε ήδη κλείσει για μια δεκαετία.

Όλα ήταν έρημα εκεί, αλλά όλα ήταν ακόμη στη θέση τους. Η επίπλωση στα σπίτια, τα φιαλίδια των φαρμάκων στο παλιό νοσηλευτήριο, παράξενα σκουριασμένα εργαλεία…

Μετά από δύο χρόνια, γύρισε μόνιμα πια με την οικογένειά του στην Πλάκα, σαν απεσταλμένος αυτή τη φορά του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος του Παρισιού, υπαγόμενο στο τότε υπουργείο Πολιτισμού, για να ξεκινήσει την έρευνά του για τον αποκλεισμό, αφού με πολύ κόπο είχε εξασφαλίσει την άδεια εισόδου από τις χουντικές αρχές στο νησάκι.

Νοίκιασε ένα σπίτι στην Πλάκα, ένα μικρό γραφικό ψαροχώρι τότε, και άρχισε να τριγυρίζει με το μαγνητόφωνό του και να καταγράφει τις μαρτυρίες των κατοίκων των γύρω χωριών.

Με μια φουσκωτή βάρκα «ζόντιακ» έμπαινε μαζί με τη γυναίκα του και την τρίχρονη κόρη τους κάθε πρωί στη νησίδα. Μέσα σε τούτη την ακινητοποιημένη και μυστηριακή σιωπή της, με μοναδικό εφόδιο μια 50μετρη μετροταινία και μια φωτογραφική μηχανή άρχισε με υπομονή να κάνει τις αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις και τα σκίτσα ολόκληρου του οθωμανικού - χανσενικού οικισμού, των προμαχώνων, των οχυρών περιβόλων και των επάκτιων οχυρώσεων, σκεφτόμενος ότι ο κόσμος θα τον περνούσε για τρελό.

Του πήραν κάπου δυο χρόνια όλα αυτά. Μετά έφυγε για την Αθήνα. Ήθελε να συνεχίσει την έρευνά του στον αντιλεπρικό σταθμό της Αγ. Βαρβάρας στο Αιγάλεω όπου πλέον είχαν μεταφερθεί οι χανσενικοί.

Εκεί επί δυο χρόνια κατέγραφε τις ιστορίες τους. Απέκτησε φιλία με πολλούς από αυτούς, αλλά αυτός που μαγνήτιζε περισσότερο ήταν ο θρυλικός Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, ο πρόεδρος της αδελφότητας Χανσενικών Σπιναλόγκας που έμεινε 20 χρόνια στη νησίδα, για τον οποίο είχε ακούσει και διαβάσει τόσα πολλά. Το πραγματικό ποτάμι των αφηγήσεων του τυφλού πια από τη λέπρα Επαμεινώνδα τον συγκλόνιζε. Ατέλειωτες συζητήσεις με διάρκεια πάνω από 60 ώρες αφηγηματικής αυτοβιογραφίας καταγράφηκαν στο μαγνητόφωνο. Είναι αυτές που ξεδιπλώνονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Ο Maurice, έμπαινε καθημερινά στα άδυτα των συγκλονιστικών «ζωών και θανάτων» του Επαμεινώνδα, που έμοιαζαν απίστευτα ηρωικά έπη βγαλμένα σαν από παραμύθι. Ήταν τότε που μαζί με τον διακεκριμένο Γάλλο σκηνοθέτη Jean - Danel Pollet έκαναν στην Αγ. Βαρβάρα και τη Σπιναλόγκα τη συγκλονιστική ταινία «L ‘Ordre» (Η Τάξη).

Όλα είχαν πάρει πλέον το δρόμο τους, είχαν κάπως τελεσιδικήσει. Η έρευνα για τη λέπρα θα ήταν πια εκείνο με το οποίο θα συζούσε για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του,͘ έγινε κάπως ένας τρόπος ζωής, η ίδια η ζωή του.

Το βιβλίο στο σύνολό του αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μισό αφορά «τις ζωές και τους θανάτους» του Ε. Ρεμουντάκη που βασίζεται στην αφηγηματική αυτοβιογραφία του, διανθισμένο με φωτογραφίες. Το δεύτερο μισό, με τον τίτλο «η αρχαιολογία μιας αλαζονείας» (Archéologie d’une arrogance) αναφέρεται σε μια ενδελεχή έρευνα για την ιστορία της λέπρας από το 1800 - 1980, τα παραλειπόμενα και τις πολιτικές και ιατρικές σκοπιμότητες που σημάδεψαν την κρατική αντιμετώπισή της. Εν πολλοίς προκύπτουν άγνωστες πτυχές που βασίζονται στην πρωτογενή έρευνα του συγγραφέα σε διάφορες πηγές από ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως για παράδειγμα η απαίτηση του Δανού γιατρού Έλερς, που πίστευε ότι η λέπρα ήταν μεταδοτική, στον πρίγκιπα Γεώργιο σε συνάντησή τους σε ξενοδοχείο της Κοπεγχάγης το 1897, να μαζέψουν όλους τους λεπρούς από τις μεσκηνιές της Κρήτης και να τους απομονώσουν σε ένα μέρος. Έτσι προέκυψε κατά την επίσκεψή του στην Κρήτη το 1901 και η «προσωρινή» ιδέα της απομόνωσης στη Σπιναλόγκα, ώστε να εξαναγκάσουν τους Οθωμανούς να την εγκαταλείψουν από το φόβο τους. Άλλωστε, ο Έλερς με τον συνάδελφό του Γερμανό Κανχάιμ, ήταν εκείνοι που έγραψαν και τον περίφημο νόμο της Κρητικής Πολιτείας για τη λέπρα που ήταν σε ισχύ για όλη την Ελλάδα μέχρι και το 1927. Μαθαίνουμε ακόμη για την πάντα επιμελημένη διπλή γλώσσα της χώρας μας, για την ασθένεια και τα νοσηλευτήρια. Για τις δύο απόψεις – πολιτικές που υπήρχαν για τη Σπιναλόγκα: Εκείνη η ωραιοποιημένη για το εξωτερικό και τη διεθνή κοινότητα που μετέφεραν οι Έλληνες πολιτικοί και γιατροί, και η άλλη, η μέσα άποψη, που απηχούσε την οικτρή πραγματικότητα του κολαστηρίου της και που δεν μπορούσε να αποκρυφτεί. Ώσπου το 1952, το σκάνδαλο της Σπιναλόγκας άρχισε να απασχολεί στα σοβαρά την Ευρώπη, με την επίσκεψη του Άγγλου γιατρού Muir στην Κρήτη, μετά το θόρυβο που ξεσηκώθηκε στην Αγγλία για το αληθινό πρόσωπο της νησίδας. Από το δεύτερο τμήμα του έργου του συγγραφέα, προκύπτει αβίαστα ολόκληρο το σαθρό οικοδόμημα της αντιλεπρικής πολιτικής της Ελλάδας. Ήταν στην κυριολεξία μια διαρκής προβολή του «φαίνεσθαι» βασιζόμενο εξ ολοκλήρου στον κρατικό κυνισμό και την υποκρισία.

Μετά την κυκλοφορία του, το βιβλίο έχει αποσπάσει πολλές θετικές κρίσεις σε δημοσιεύματα επώνυμων γαλλικών και ελβετικών έντυπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ (Le Monde, Liberation, Le Temps κ.λπ.)

Ήδη μεγάλοι και επώνυμοι εκδοτικοί ελληνικοί οίκοι έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους για να μεταφραστεί και να εκδοθεί στα ελληνικά.

Ο Maurice Born, μόνιμος κάτοικος πια της Κρήτης, και το έργο του δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητα. Ας τον έχει στα υπόψιν της η Ακαδημία Αθηνών για την πολύτιμη επιστημονική και ερευνητική του προσφορά, για την επιμελημένη ιστορική διάσωση μιας βαρύνουσας παρακαταθήκης της συλλογικής μνήμης της χώρας μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου